- τιμαριωτικός
- -ή, -όο σχετικός με το τιμάριο ή τον τιμαριούχο: Τιμαριωτικό σύστημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τιμαριωτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τιμάριο («τιμαριωτικό σύστημα» ο τιμαριωτισμός). [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμαριώτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
φεουδαλικός — φεουδαλικός, ή, ό και φεουδαρχικός, ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φέουδο ή το φεουδάρχη ή το φεουδαλισμό, ο τιμαριωτικός: Φεουδαλικό σύστημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)